Wednesday, June 03, 2009

Δύο - Έξι - Μηδέν Εννιά



Τα πρώτα βήματα δειλά: λόγια κοινότοπα, τα συνήθη. Η μέρα που πέρασε, η μέρα που θα 'ρθει.

Δυο κλεφτά τσιγάρα πριν το σινεμά. Μετά, βελούδινες θέσεις, κόκκινο παντού, εύγλωττη σιωπή. Σκοτάδι να κρύβει τις αμφιβολίες. Και την προσμονή.

Το U.S.S. Enterprise ταξιδεύει στη απεραντοσύνη του σύμπαντος. Βλέμματα που διασταυρώνονται διερευνητικά, μπερδεμένα, και χαμηλώνουν γρήγορα μετανοιωμένα. Για να συναντηθούν και πάλι, φοβισμένα, παρακινημένα από τη μοναξιά. Λίγο πιο ξεθαρρεμένα, ίσως κάποτε παρακλητικά.

Ο Spock δίνει εντολές από τη Γέφυρα. Τα πρώτα αγγίγματα, αναπόφευκτα επιτηδευμένα, αναδίδουν κάτι το μυθικό, το σχεδόν ξεχασμένο και όμως τόσο γνώριμο. Οι ώμοι τους γέρνουν ο ένας προς τον άλλο. Στην οθόνη η μάχη μαίνεται. To εκρηκτικό Dolby σκεπάζει τα καρδιοχτύπια.

Οι ασπίδες του αστρόπλοιου καταρρέουν. Οι άμυνες παραλύουν. Το U.S.S. Enterprise περιδινίζεται και μαζί του παρασύρει επιθυμίες και όνειρα. Σε τροχιά αναπόφευκτης σύγκρουσης...

Λίγο αργότερα, περασμένα μεσάνυχτα, σε ένα άδειο caffée δυο Baileys γεφυρώνουν ύπουλα την απόσταση. Βήμα το βήμα, πρόσωπο με πρόσωπο, η φωτιά δυναμώνει. Οι συμβατικότητες εξαντλούνται. Αμηχανία. Οι πρώτες ομολογίες. Προσεκτικές, καλοσιδερωμένες. Προετοιμασμένες ίσως (λίγο, έστω, αυθόρμητες;). Σε εκτιμώ, με εκτιμάς. Σε θέλω. Με γοητεύεις. Τρέχει και κάτι άλλο, αλλά...

Η νύχτα προχωρά στην ύστερη ώρα της. Τα ποτήρια έχουν προ πολλού αδειάσει. Πρέπει να φύγουν. Στο δρόμο αγγίζονται με τα δάχτυλα. Σε λίγο τα χέρια τους μπλέκουν σε υπόσχεση άφατης μυσταγωγίας, προεισαγωγή ηθελημένης παράδοσης. Μια αναιμική σελήνη συνωμοτεί μαζί τους.

Φρένο, στάση. Ένα χάδι. Ατμόσφαιρα ηλεκτρισμένη. Πότε θα σε ξαναδώ; Η οπτασία δραπετεύει, θα χαθεί. Θα τελειώσει έτσι; Η στιγμή στην κόψη του ξυραφιού. Και έξαφνα, μια αδέξια κίνηση και τα χείλη τους συναντιώνται. Βλέφαρα κλειστά, το χέρι του στο λαιμό της. Ποιος άραγε περισσότερο να το επιδίωξε; Κοφτές ανάσες. Ζάλη. Κλεφτή ματιά στον παράδεισο και οι πύλες ξανακλείνουν. Πόσο να κράτησε; Το στιγμιαίο σύμπλεγμα χωρίζει μουδιασμένα. Καληνύχτα...

Αφήνει το αυτοκίνητο να κυλάει σε ρυθμό βηματισμού, ίσα-ίσα για να παρακολουθεί το λίκνισμα του κορμιού της στο πεζοδρόμιο. Το καταλαβαίνει. Ίσως να αισθάνεται το βλέμμα του στην πλάτη της. Του αντιγυρίζει μια ζεστή ματιά, ένα αδιόρατο χαμόγελο. Η σαγήνη έχει όνομα...

Γυρίζει πια. Η σελήνη έχει σβήσει και σε λίγο θα αρχίζει να χαράζει η μέρα. Τρία - Έξι - Μηδέν Εννιά. Στην τσέπη του έχει ακόμα το σημείωμα με τη διεύθυνσή της.

Δεν έχει όρεξη να τρέξει. Ένα γλυκό δηλητήριο έχει πλημμυρίσει τις φλέβες του και με δυσκολία κινεί τα μέλη του. Οδηγεί και ονειρεύεται. Και έχει ακόμα στο στόμα του τη γεύση ενός φιλιού που θα δυσκολευτεί να ξεχάσει.