Ποια είναι τα επίπεδα κατανάλωσης που ο μέσος Έλληνας θεωρεί σήμερα συμβατά με την οικονομική του κατάσταση και αυτή της χώρας μας; Ποια κατά συνέπεια επίπεδα κατανάλωσης θεωρεί ότι δικαιωματικά διεκδικεί ακόμη και όταν με τις αμοιβές του δεν τα επιτυγχάνει;
Η απάντηση δεν είναι προφανής. Η ελληνική κοινωνία, όπως και κάθε άλλη, είναι ένα μείγμα ανθρώπων με αποκλίνουσες οικονομικές δυνατότητες. Επιπλέον, οι σταθερές ποιότητας ζωής αλλάζουν από εποχή σε εποχή. Κάποτε το αυτοκίνητο ήταν αντικείμενο πόθου για τους πολλούς, τώρα πνιγόμαστε από τον αριθμό των τετρατρόχων στις πόλεις. Και οι συσκευές κινητής τηλεφωνίας, στα χέρια ελάχιστων πριν (μόλις) μια δωδεκαετία, συγκέντρωναν τα ζηλόφθονα βλέμματα των υπολοίπων. Τώρα η κατοχή δύο και τριών συσκευών από συνδρομητή είναι μάλλον banalité, δεν συγκινεί πλέον κανένα.
Παρά την διαρκώς διευρυνόμενη γκάμα προϊόντων και υπηρεσιών που έχουμε εντάξει στις «απαραίτητες», θεωρώ ότι έχουμε σε πολλές περιπτώσεις διαβεί το (έστω και ασαφές) όριο που χωρίζει την λελογισμένη κτήση και χρήση από την υπερβολή.
Δείτε τι γίνεται με την χρήση των κινητών τηλεφώνων. Απαντήστε ειλικρινώς τι ποσοστό του χρόνου ομιλίας στα δίκτυα κινητής τηλεφωνίας αντιπροσωπεύει τις «απαραίτητες» συνομιλίες. Εγώ έχω δώσει την απάντηση, το υπολογίζω σε μόλις 20% (με μετριοπαθείς εκτιμήσεις). Θα μου πείτε «πώς ορίζεις το απαραίτητο»; Στις περισσότερες περιπτώσεις από το αντίθετό του. Οι συνομιλίες που δεν λύνουν κανένα επείγον ή άμεσο πρόβλημα, που θα μπορούσαν σε εύθετο χρόνο να διεξαχθούν από σταθερά δίκτυα, δεν είναι «απαραίτητες». Εξοικειώνουν απλώς τον χρήστη με ένα διαρκές «μπαραμπούρα», μια ακατάσχετη λεκτική διάρροια, που του δίνει την ψευδαίσθηση επικοινωνίας με άλλους. Με κάτι τέτοια, οι λογαριασμοί κινητής τηλεφωνίας έχουν φθάσει να απορροφούν χωρίς ιδιαίτερες αντιδράσεις 20%-30% του ατομικού εισοδήματος. Άκουσα, δε, και το εξής αντ-επιχείρημα: «Καλύτερα να μας τα τρώνε οι εταιρείες κινητής τηλεφωνίας παρά οι γιατροί...» (υπονοείται η ψυχοθεραπευτική δράση των τηλεφωνικών συνομιλιών).
Άλλα παραδείγματα: ΤΑΧΙ. Έχω γνωστούς μου που διαθέτουν τον προσωπικό τους οδηγό ΤΑΧΙ!!! Με μηνιαίες απολαβές περί τα 1000€, δεν διανοούνται εν τούτοις να μπούνε σε Μέσο Μαζικής Μεταφοράς. Για τις μετακινήσεις τους καλούν γνωστό τους οδηγό ΤΑΧΙ, που τους χρεώνει γενναία. «Έλα μωρέ, ΜΕΤΡΟ και τρίχες, πάρε ένα ταξάκι εκεί πέρα να κάνεις τη δουλειά σου!»
Άλλοι χρησιμοποιούν αυτοκίνητό τους ακόμη και για να πάνε στην τουαλέτα. Δεν ξέρουν καν που βρίσκονται οι σταθμοί του ΜΕΤΡΟ (για να μην πούμε για τις γραμμές των λεωφορείων). Πρόσφατα υπέδειξα σε φίλη μου την χρήση του Ηλεκτρικού για να κινηθεί μεταξύ δύο σημείων στην Αθήνα που απείχαν ελάχιστα από αντίστοιχους σταθμούς. Μου αντιγύρισε (με έπαρση) ότι από τη στιγμή που πήρε δίπλωμα δεν ξαναμπήκε σε Μέσο Μαζικής Μεταφοράς.
Κεφάλαιο «διασκέδαση»: Εδώ είμαστε στα φόρτε μας. Τι πρόσωπο στην κοινωνία να έχεις αν δεν μπορείς να κάνεις ένα «αξιοπρεπή» λογαριασμό σε σκυλάδικο, «να κάνεις ζημιά» όπως περήφανα λέγεται... Ή να πιεις τον Σαρωνικό σε αλκοόλ δις εβδομαδιαίως σε clubs... Άλλωστε από τα σκορπισμένα στους πέντε ανέμους χρήματά σου θα φάνε πολλοί: Οι ιδιοκτήτες, οι πάσης φύσεως «προστάτες», και τελικά κάποιοι υπάλληλοι του κράτους ή των δήμων, που εξασφαλίζουν την ασύδοτη εκμετάλλευση των χώρων αυτών, παρά την σωρεία παρανομιών που κατά κανόνα την συνοδεύει.
Θα μου πείτε, γι’ αυτό είναι τα χρήματα, για να ξοδεύονται. Σημασία όμως έχει το πόσα και το πού. Γιατί τα χρήματα που ξοδεύονται μπορούν θεωρητικώς να θέσουν σε κίνηση την παραγωγική μηχανή.
Έχει σημασία λοιπόν:
(1) Αν πρόκειται για χρήματα αποκτηθέντα ή οφειλόμενα, αν είναι δηλ. προϊόν εργασίας ή δανεισμού. Όταν δανειζόμαστε για να διασκεδάσουμε ή να αγοράσουμε το τρίτο αυτοκίνητο ή να εξασφαλίσουμε την αέναη λογοδιάρροια στο κινητό μας (και γενικότερα να εξασφαλίσουμε επίπεδα κατανάλωσης αναντίστοιχα προς τα πραγματικά μας εισοδήματα), οδηγούμε τις τράπεζες στο να δανείζονται με την σειρά τους ξένο χρήμα για να μας δανείσουν (καθώς το χρήμα από εγχώριες καταθέσεις αποταμίευσης έχει σχεδόν εξατμισθεί). Τελικά οι τράπεζες επωφελούνται, έστω και πρόσκαιρα, αλλά, αν δεν αυξάνεται η εγχώρια παραγωγικότητα, το μόνον που επιτυγχάνεται είναι ένας φαύλος κύκλος υπερδανεισμού και εξάρτησης. Και βέβαια, «όποιος χρωστάει δεν μιλάει», και αυτό είναι ακόμα πιο αληθινό στα διακρατικά παιχνίδια εξουσίας.
(2) Τι είδος παραγωγικότητας προάγεται με την κατανάλωση. Η αθρόα αύξηση εισαγωγών απλώς αυξάνει την παραγωγικότητα άλλων χωρών. (Δανείζομαι για να αποκτήσω 4Χ4 γνωστής γερμανικής μάρκας και να πουλάω μούρη; Η τράπεζά μου, από την οποία πήρα το δάνειο, έχει κάθε λόγο να είναι ευχαριστημένη. Το ίδιο, πιθανώς, και η ιαπωνική τράπεζα, από την οποία με τη σειρά της δανείστηκε η τράπεζά μου. Ομοίως και οι Γερμανοί εργάτες που τους δίνω δουλειά. Όσο για την Ελλάδα και τους Έλληνες...) Αν πάλι η υπερκατανάλωση αφορά εγχώριες υπηρεσίες (εσωτερικός τουρισμός, διασκέδαση κτλ.), απλώς αναδιανέμεται το εθνικό εισόδημα, δεν παράγεται καινούριο προϊόν.
Κάποτε ο Έλληνας είχε τρόπο ζωής το να απλώνει τα πόδια του μόνον μέχρι εκεί που έφθανε το πάπλωμά του. Μήπως σταδιακά και ανεπαίσθητα μετατραπήκαμε σε Λουδοβίκους και Αντουανέττες, με καταναλωτικές αξιώσεις ξεπε-σμένης μπουρζουαζίας;
Σήμερα κατισχύει το δόγμα του «τα θέλω όλα και τα θέλω τώρα». Από αυστηρά οικονομικής απόψεως, αυτό αυξάνει την εξάρτηση της χώρας μας από τον εξωτερικό δανεισμό και αδυνατίζει την διαπραγματευτική μας θέση στη διεθνή σκηνή. Αλλά και σε επίπεδο ανθρώπινης ποιότητας, αυτή η αλλαγή αντιλήψεων και προτεραιοτήτων με κατεύθυνση τον υπερκαταναλωτισμό εξαγριώνει τα ήθη.
Η απάντηση δεν είναι προφανής. Η ελληνική κοινωνία, όπως και κάθε άλλη, είναι ένα μείγμα ανθρώπων με αποκλίνουσες οικονομικές δυνατότητες. Επιπλέον, οι σταθερές ποιότητας ζωής αλλάζουν από εποχή σε εποχή. Κάποτε το αυτοκίνητο ήταν αντικείμενο πόθου για τους πολλούς, τώρα πνιγόμαστε από τον αριθμό των τετρατρόχων στις πόλεις. Και οι συσκευές κινητής τηλεφωνίας, στα χέρια ελάχιστων πριν (μόλις) μια δωδεκαετία, συγκέντρωναν τα ζηλόφθονα βλέμματα των υπολοίπων. Τώρα η κατοχή δύο και τριών συσκευών από συνδρομητή είναι μάλλον banalité, δεν συγκινεί πλέον κανένα.
Παρά την διαρκώς διευρυνόμενη γκάμα προϊόντων και υπηρεσιών που έχουμε εντάξει στις «απαραίτητες», θεωρώ ότι έχουμε σε πολλές περιπτώσεις διαβεί το (έστω και ασαφές) όριο που χωρίζει την λελογισμένη κτήση και χρήση από την υπερβολή.
Δείτε τι γίνεται με την χρήση των κινητών τηλεφώνων. Απαντήστε ειλικρινώς τι ποσοστό του χρόνου ομιλίας στα δίκτυα κινητής τηλεφωνίας αντιπροσωπεύει τις «απαραίτητες» συνομιλίες. Εγώ έχω δώσει την απάντηση, το υπολογίζω σε μόλις 20% (με μετριοπαθείς εκτιμήσεις). Θα μου πείτε «πώς ορίζεις το απαραίτητο»; Στις περισσότερες περιπτώσεις από το αντίθετό του. Οι συνομιλίες που δεν λύνουν κανένα επείγον ή άμεσο πρόβλημα, που θα μπορούσαν σε εύθετο χρόνο να διεξαχθούν από σταθερά δίκτυα, δεν είναι «απαραίτητες». Εξοικειώνουν απλώς τον χρήστη με ένα διαρκές «μπαραμπούρα», μια ακατάσχετη λεκτική διάρροια, που του δίνει την ψευδαίσθηση επικοινωνίας με άλλους. Με κάτι τέτοια, οι λογαριασμοί κινητής τηλεφωνίας έχουν φθάσει να απορροφούν χωρίς ιδιαίτερες αντιδράσεις 20%-30% του ατομικού εισοδήματος. Άκουσα, δε, και το εξής αντ-επιχείρημα: «Καλύτερα να μας τα τρώνε οι εταιρείες κινητής τηλεφωνίας παρά οι γιατροί...» (υπονοείται η ψυχοθεραπευτική δράση των τηλεφωνικών συνομιλιών).
Άλλα παραδείγματα: ΤΑΧΙ. Έχω γνωστούς μου που διαθέτουν τον προσωπικό τους οδηγό ΤΑΧΙ!!! Με μηνιαίες απολαβές περί τα 1000€, δεν διανοούνται εν τούτοις να μπούνε σε Μέσο Μαζικής Μεταφοράς. Για τις μετακινήσεις τους καλούν γνωστό τους οδηγό ΤΑΧΙ, που τους χρεώνει γενναία. «Έλα μωρέ, ΜΕΤΡΟ και τρίχες, πάρε ένα ταξάκι εκεί πέρα να κάνεις τη δουλειά σου!»
Άλλοι χρησιμοποιούν αυτοκίνητό τους ακόμη και για να πάνε στην τουαλέτα. Δεν ξέρουν καν που βρίσκονται οι σταθμοί του ΜΕΤΡΟ (για να μην πούμε για τις γραμμές των λεωφορείων). Πρόσφατα υπέδειξα σε φίλη μου την χρήση του Ηλεκτρικού για να κινηθεί μεταξύ δύο σημείων στην Αθήνα που απείχαν ελάχιστα από αντίστοιχους σταθμούς. Μου αντιγύρισε (με έπαρση) ότι από τη στιγμή που πήρε δίπλωμα δεν ξαναμπήκε σε Μέσο Μαζικής Μεταφοράς.
Κεφάλαιο «διασκέδαση»: Εδώ είμαστε στα φόρτε μας. Τι πρόσωπο στην κοινωνία να έχεις αν δεν μπορείς να κάνεις ένα «αξιοπρεπή» λογαριασμό σε σκυλάδικο, «να κάνεις ζημιά» όπως περήφανα λέγεται... Ή να πιεις τον Σαρωνικό σε αλκοόλ δις εβδομαδιαίως σε clubs... Άλλωστε από τα σκορπισμένα στους πέντε ανέμους χρήματά σου θα φάνε πολλοί: Οι ιδιοκτήτες, οι πάσης φύσεως «προστάτες», και τελικά κάποιοι υπάλληλοι του κράτους ή των δήμων, που εξασφαλίζουν την ασύδοτη εκμετάλλευση των χώρων αυτών, παρά την σωρεία παρανομιών που κατά κανόνα την συνοδεύει.
Θα μου πείτε, γι’ αυτό είναι τα χρήματα, για να ξοδεύονται. Σημασία όμως έχει το πόσα και το πού. Γιατί τα χρήματα που ξοδεύονται μπορούν θεωρητικώς να θέσουν σε κίνηση την παραγωγική μηχανή.
Έχει σημασία λοιπόν:
(1) Αν πρόκειται για χρήματα αποκτηθέντα ή οφειλόμενα, αν είναι δηλ. προϊόν εργασίας ή δανεισμού. Όταν δανειζόμαστε για να διασκεδάσουμε ή να αγοράσουμε το τρίτο αυτοκίνητο ή να εξασφαλίσουμε την αέναη λογοδιάρροια στο κινητό μας (και γενικότερα να εξασφαλίσουμε επίπεδα κατανάλωσης αναντίστοιχα προς τα πραγματικά μας εισοδήματα), οδηγούμε τις τράπεζες στο να δανείζονται με την σειρά τους ξένο χρήμα για να μας δανείσουν (καθώς το χρήμα από εγχώριες καταθέσεις αποταμίευσης έχει σχεδόν εξατμισθεί). Τελικά οι τράπεζες επωφελούνται, έστω και πρόσκαιρα, αλλά, αν δεν αυξάνεται η εγχώρια παραγωγικότητα, το μόνον που επιτυγχάνεται είναι ένας φαύλος κύκλος υπερδανεισμού και εξάρτησης. Και βέβαια, «όποιος χρωστάει δεν μιλάει», και αυτό είναι ακόμα πιο αληθινό στα διακρατικά παιχνίδια εξουσίας.
(2) Τι είδος παραγωγικότητας προάγεται με την κατανάλωση. Η αθρόα αύξηση εισαγωγών απλώς αυξάνει την παραγωγικότητα άλλων χωρών. (Δανείζομαι για να αποκτήσω 4Χ4 γνωστής γερμανικής μάρκας και να πουλάω μούρη; Η τράπεζά μου, από την οποία πήρα το δάνειο, έχει κάθε λόγο να είναι ευχαριστημένη. Το ίδιο, πιθανώς, και η ιαπωνική τράπεζα, από την οποία με τη σειρά της δανείστηκε η τράπεζά μου. Ομοίως και οι Γερμανοί εργάτες που τους δίνω δουλειά. Όσο για την Ελλάδα και τους Έλληνες...) Αν πάλι η υπερκατανάλωση αφορά εγχώριες υπηρεσίες (εσωτερικός τουρισμός, διασκέδαση κτλ.), απλώς αναδιανέμεται το εθνικό εισόδημα, δεν παράγεται καινούριο προϊόν.

Σήμερα κατισχύει το δόγμα του «τα θέλω όλα και τα θέλω τώρα». Από αυστηρά οικονομικής απόψεως, αυτό αυξάνει την εξάρτηση της χώρας μας από τον εξωτερικό δανεισμό και αδυνατίζει την διαπραγματευτική μας θέση στη διεθνή σκηνή. Αλλά και σε επίπεδο ανθρώπινης ποιότητας, αυτή η αλλαγή αντιλήψεων και προτεραιοτήτων με κατεύθυνση τον υπερκαταναλωτισμό εξαγριώνει τα ήθη.
Αυτός που θεωρεί ότι στη λίστα των απαραίτητων της ζωής εντάσσεται αυτοδικαίως κάθε καταναλωτικό του καπρίτσιο, είναι αποφασισμένος να μεταχειριστεί όποιο μέσο απαιτηθεί για να υποστηρίξει αυτό το πρότυπο ζωής. Η απάτη, ο χρηματισμός, ο εκβιασμός, η παρανομία είναι τότε οι δρόμοι από τους οποίους υποχρεωτικά θα περάσει, αργά ή γρήγορα.