Βεβαίως δεν πρωτοτυπήσαμε, τουλάχιστον όχι εδώ. Τέτοιου είδους εκδηλώσεις έγιναν παντού στην Γηραιά Ήπειρο. Και δεν εξεπλάγην από την (κατά μαρτυρίες) ισχνή συμμετοχή. Το καπέλωμα τέτοιων κινήσεων είναι άλλωστε δεδομένο. Θες - δε θες, θα προσμετρηθείς στις "προοδευτικές δυνάμεις που σηκώνουν τη γροθιά τους στο κεφάλαιο", θα μπεις και εσύ "στο δρόμο που χάραξε η Ιρλανδία" κτλ. κτλ.
Αλλά και αν δεν φοβάσαι (ή δεν σε ενδιαφέρει, ή το τραβάει ο οργανισμός σου) το καπέλωμα, σε τέτοιου είδους εκδηλώσεις ενυπάρχει ένας απωθητικός παραλογισμός. Ένα άτοπο, παρόμοιο με αυτό του χωρικού που αγανακτισμένος κάποτε με τη χιονοθύελλα που έπληττε επί ώρες το χωριό του, σήκωσε την καραμπίνα του και πυροβολούσε βρίζοντας τον ουρανό.
Υπάρχει πάρτυ επιχειρηματικών συμφερόντων που προκαλεί και εκμεταλλεύεται το κύμα ανατιμήσεων ώστε να αποκομίσει υπερκέρδη; Πιθανότατα ναι. Σκανδαλίζει άλλωστε το γεγονός ότι το ίδιο ακριβώς προϊόν, της ίδιας ετικέττας, στην Ελλάδα μπορεί να πωλείται πολύ ακριβότερα απ' ότι σε άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Είναι όμως αυτό η κύρια πηγή του κακού; Εδώ στην Ελλάδα έχουμε την τάση να ερμηνεύουμε τις δυσάρεστες οικονομικές εξελίξεις με τρόπο που να εμπλέκει παραίτητα τα υπερκέρδη κάποιων "ολίγων" σε βάρος των υπολοίπων πολλών, του "λαού" που καταληστεύεται. Ερμηνεία που θα έκανε νύξη και για κέρδη ευρύτερων στρωμάτων του πληθυσμού σε βάρος των υπολοίπων είναι απαγορευμένη από την κυρίαρχη αριστερίζουσα ιδεολογία, η οποία θέλει απαραίτητα τα οικονομικά φαινόμενα να υπακούουν στα διαμορφωμένα της πρότυπα. Εν προκειμένω, αυτό των ελαχίστων ("κεφάλαιο") που απομυζούν τους πολλούς ("λαός").
Μία τέτοια ερμηνεία είναι λοιπόν απαγορευμένο να περιλάβει την ύπαρξη προστατευμένων επαγγελμάτων, η πελατεία και τα κέρδη των οποίων ορίζονται διά νόμων και οι ασκούντες τα οποία μπορούν να παραλύουν την Ελλάδα οψέποτε το επιθυμούν. Αλλά και για χάρη των οποίων η χώρα μας πληρώνει και θα εξακολουθεί να πληρώνει πρόστιμα.
Ούτε είναι βεβαίως δυνατόν σε μία τέτοια ερμηνεία να γίνεται αναφορά σε συνενοχή των πολιτών ως καταναλωτών στους ανατιμητικούς σπασμούς: οι καταναλωτές είναι εν δυνάμει ψηφοφόροι, και είναι "οι πολλοί", άρα "θύματα", ποτέ συνένοχοι.
Όλοι μιλούν για την "πληγή των μεσαζόντων", για τους οποίους προωτο-ακούσαμε πριν 26 χρόνια περίπου, την αλησμόνητη εποχή δόξης του Ανδρέα. Τότε είχαν οι παραγωγοί την ευκαιρία με τους συνεταιρισμούς να διαθέσουν το προϊόν τους στους καταναλωτές πιο άμεσα, με λιγότερες διαμεσολαβήσεις. Θα ήταν αυτό πνοή ζωής για τον παραγωγό και ίσως πιο συμφέρον και για τον καταναλωτή. Οι συνεταιρισμοί όμως έγιναν κέντρα απίστευτης ρεμούλας, οργιώδους κατασπατάλησης χρήματος, ασύλληπτης καταλήστευσης πλούτου. Χιλιάδες υπάλληλοι πλούτισαν, πήραν παχυλούς μισθούς, κάποιοι άνοιξαν παντοπωλεία τα ράφια των οποίων τροφοδοτούνταν δωρεάν και απ' ευθείας από τους γεωργικούς συνεταιρισμούς και μάλιστα με τη χρεωκοπία των τελευταίων συνταξιοδοτήθηκαν κιόλας, πήραν γενναίες αποζημιώσεις ή μετατέθηκαν για αργομισθία (κοινώς λούφα) σε άλλους τομείς της κρατικοποιημένης ελληνικής οικονομίας. Τώρα οι μεσάζοντες (όχι ένας, δύο ή τρεις αλλά εκατοντάδες ή χιλιάδες) αλωνίζουν. Ποιος μας φταίει;
Και μήπως ο πολίτης - "θύμα" δεν είναι αυτός που με την αγοραστική του δύναμη στηρίζει την κυκλοφορία προϊόντων που είναι 30 ή 40 ή 50% ακριβότερα από πρακτικώς ισοδύναμά τους; Ποιος αγοράζει μαργαρίνες με ειδικές ουσίες... προστατευτικές για την καρδιά; Ποιος πληρώνει ειδικούς τύπους γάλακτος, με πρόσθετα, σε τιμές πολύ πάνω από τα άλλα φρέσκα γάλατα (οι τιμές των οποίων είναι ήδη παραφουσκωμένες σε σχέση με άλλα ιδιωτικής ετικέττας); Ποιος αγοράζει τυριά με χαμηλότερα λιπαρά και υψηλότερες τιμές, αντί να φροντίζει να τρώει λιγότερο από το τυρί της σειράς; Ποιος αναζητεί με μανία στα ράφια των supermarkets παριζάκια με αγνό λάδι ελιάς; Ασφαλώς όχι λίγοι, και ασφαλέστατα (θα έχω δίκαιο να υποθέσω) οι περισσότεροι όχι πενόμενοι.
Υπάρχει αναμφισβήτητα μία ιδιομορφία της ελληνικής αγοράς (μικρή αγορά, λίγοι προμηθευτές κλτ.). Υπάρχει, πιστεύω, και ένα πρόβλημα "καταναλωτικής συνείδησης", με καταναλωτές που ανεξαρτήτως οικονομικής κατάστασης είναι διατεθειμένοι να αγοράσουν "το καλύτερο", δηλ. το ακριβότερο και είναι ή δηλώνουν "υπεράνω τιμής". Είμαι διατεθειμένος να δεχθώ και άλλες ερμηνείες και νομίζω ότι το λεγόμενο "πρόβλημα της ακρίβειας" είναι πολυπαραγοντικό. Αλλά μέρος της παθογένειας είναι αναμφίβολα το πολύ μαύρο χρήμα που κυκλοφορεί στην Ελλάδα, χρήμα όχι συγκεντρωμένο στα χέρια των ολίγων αλλά διαχεόμενο σε ευρέα πληθυσμιακά στρώματα. Χρήμα που βρίσκεται (μεταξύ άλλων) και σε χέρια δημοσίων υπαλλήλων, υπαγομένων ασφαλώς και αυτών στην κατηγορία των δήθεν "ταλαίπωρων χαμηλόμισθων" για τους οποίους αγωνίζεται η ΑΔΕΔΥ, και οι οποίοι χάρις στην παράνομη συναλλαγή κάνουν κάθε μεσημέρι ταμείο από το (κατά τα άλλα δημόσιο) πόστο τους. Ειδάλλως, με την θεωρία του "εξαθλιωμένου από την ακρίβεια λαού του οποίου η αγοραστική δύναμη εξασθενεί μέρα με τη μέρα", πώς δικαιολογούνται οι (πολλές) αυτοκινητάρες που κυκλοφορούν σε Αθήνα και επαρχία, πώς χτίζονται τα (πολλά) εξοχικά, πώς δημιουργούνται οι προσωπικές περιουσίες με κάμποσα ακίνητα, πώς χρηματοδοτούνται οι διακοπές και οι αποδράσεις (σπάζοντας νέα ρεκόρ κάθε χρόνο, σε πείσμα της θρυλούμενης εξαθλίωσης); Και ποιοι συνεχίζουν να πληρώνουν την πανάκριβη διασκέδαση, οι ολίγοι προνομιούχοι του μεγάλου κεφαλαίου;
Θέλουμε - δεν θέλουμε, πρέπει να παραδεχθούμε ότι στην Ελλάδα έχουμε κάνει την επιλογή μας. Μεταξύ ενός φορολογικού συστήματος που θα συλλέγει πόρους και θα τους μετατρέπει σε παιδεία, υγεία, ουσιώδεις υπηρεσίες και έργα υποδομής και από την άλλη μεριά της ασυδοσίας, η οποία επιτρέπει την διασπάθιση πόρων, την απόκρυψη εισοδημάτων και την ανάλωση των κοινοτικών ενισχύσεων σε ανούσια έργα με σκοπό τον πλουτισμό ημετέρων και λοιπών επιτηδείων, έχουμε επιλέξει το δεύτερο. Χρήμα λοιπόν κυκλοφορεί πολύ, στα χέρια αν όχι των πολλών, τουλάχιστον όχι των ολίγων και είναι χρώματος μαύρου. Είναι χρήμα που τις περισσότερες φορές δεν έχει δουλευτεί και δεν έχει φορολογηθεί, και δοθέντος και του οίστρου ευδαιμονισμού που έχει κατακυριεύσει την ελληνική κοινωνία, ρίχνεται με ευκολία στην κατανάλωση (κατανάλωση ως επί το πλείστον είτε εισαγομένων προϊόντων είτε υπηρεσιών διασκέδασης) και συμμετέχει αποφασιστικά στο κύμα των ανατιμήσεων.